"αυτο λες να ειναι η κριση των τριαντα;", αναρρωτιεται.
ειμαστε στο ξενοδοχειο, ξαπλωμενοι στο υπερδιπλο στρωμα, απο κατω κυλαει η αλεξανδρας, το ποταμι αυτης της πολης. υπαρχει μια μικρου μηκους της οποιας ο ηρωας θελει να την κανει κανονικο ποταμι κι εμεις να κυκλοφορουμε με βαρκες και να δενουμε στο ζηνα για καμια ταινια ή σ'εκεινο το ζαχαροπλαστειο για γλυκο. πολυ καλη ιδεα.
γυρναω το κεφαλι απο το παραθυρο προς την ελ.: ειναι αδυνατισμενη, οι κυκλοι γυρω απο τα ματια της (που ειναι κληρονομικοι, παιζουν γενικα στην οικογενεια) ειναι πιο εντονοι απο αλλες φορες. τοσην ωρα που μιλαμε συχνα νιωθω ενα σπασιμο στη φωνη της: θελει να βαλει τα κλαμματα.
ειναι απο τα πιο δυνατα ατομα που ξερω.
καποιες φορες τα πραγματα ειναι μεγαλυτερα απο εμας. ή απλα ετσι νομιζουμε. παντως τελευταια, ολο και πιο συχνα τα πραγματα φαινονται μεγαλυτερα απο εμας.
κι ενταξει, επιβιωνουμε, αλλα δεν ξερω με τι απωλειες.
εχουμε αρχισει να διανοητικοποιουμε τις καταστασεις, να τις βαζουμε σε λογια, σε κουτακια, να κολλαμε κι ενα "ε, και;" και να τις κοιταζουμε απο ψηλα. οσο μπορουμε βεβαια. αλλιως πώς να τις χειριστουμε;
καποια πραγματα φαινονται λαθος. αλλιως μας ειχαν πει πως ειναι, αλλιως τα φανταζομασταν. υπαρχουν πολλες αντιφασεις. και μεσα μας και στους αλλους.
το οτι δεν υπαρχουν καθαρα σχηματα, αυτο το εχουμε μαθει εδω και καιρο και δε μας πειραξε. αλλα αυτες οι αντιφασεις... ουφ!
"διαβασα καπου προσφατα οτι ενα μερος της ενηλικιωσης ειναι να χειριζεσαι το θυμο σου ή κατι τετοιο τελος παντων", της απαντω. "οποτε πιθανον αυτο πραγματι να ειναι η κριση των τριαντα".
παντως, οπως κι αν το ονομασεις, το ερωτημα παραμενει: πώς χειριζεσαι τις αντιφασεις; πώς διωχνεις τους μαυρους κυκλους, πώς παιρνεις κανα κιλο;
της θυμιζω την ιστορια με τοτε που ειχε καταρρευσει κανονικα και πηγα και τη μαζεψα απο την αγιου μελετιου και καθομασταν στην εισοδο μιας πολυκατοικιας στη στοα του μπροντγουεη και δε μπορουσα να την κανω καλα. πρωτη φορα την εβλεπα ετσι. μετα ειχαμε παει σπιτι, αλλα ουτε κι εκει ηρεμησε καθολου και μαλιστα χαραματα με ξυπνησε γιατι δεν μπορουσε να κοιμηθει και επιλεον ακουγε κι ενα ακορντεον να παιζει φαλτσα και αυτο την τρελαινε και εκει φρικαρα γιατι κι εγω το ακουγα το γαμημενο το ακορντεον και δεν ηξερα τι να υποθεσω -δηλαδη ποιος κανει εξασκηση στο ακορντεον 4 η ωρα το πρωι;- και ο κ. δεν ηταν αθηνα, γιατι αυτος παντα μπορει και μας δινει λυσεις και ειχα φτασει σε απογνωση και σκεφτομουν να την παω στο νοσοκομειο να της κανουν καμια ηρεμιστικη ενεση. αλλα τελικα κατσαμε εκει, στο υπερυψωμενο ισογειο μια αθλιας πολυκατοικιας με μεταναστες και ηλικιωμενους καπου στην πλατεια αμερικης, αυτη να κλαιει ακαταπαυστα κι εγω να μην ξερω τι αλλο να πω και τι αλλο να κανω.
τωρα γελαμε μεχρι δακρυων με το ολο σκηνικο, αλλα ειμαστε στον τεταρτο οροφο ενος ξενοδοχειου κι εχει περασει καποιος καιρος.
[ο γουντυ αλλεν ειχε δωσει σε μια ταινια του τον ορισμο του αστειου: κωμωδια=ιστορια+χρονος.]
κοιταμε για λιγο το ταβανι και μετα τα κλεινουμε ολα και παμε στα εξαρχεια για φαγητο.
πρεπει να παρεις κανα κιλο, φιλεναδα.
μετα βλεπουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου