16.12.10

δουλευω. πού και πού κοιταω εξω απ'το παραθυρο οπου φαινεται ο δρομος. ακουω σειρηνες και το ελικοπτερο της αστυνομιας. τον τελευταιο καιρο ολο και πιο συχνα.

αρχιζω να βλεπω διαφορετικα την Ιστορια. αποκτω μια σχεση οικειοτητας.

σημερα η πορεια ηταν γεματη ασφαλιτες. αγορια και κοριτσια 20-25 ετων με κουκουλες ή χωρις. την επεφταν κατα ομαδες και συνελαμβαναν κοσμο. τρομακτικο απο καθε αποψη.

(κι εσυ στην ομονοια μετα το τελος της πορειας να κοιτας και να προσπαθεις να δεις τη μεγαλυτερη εικονα. καποιος αλλος, μετα απο χρονια θα διαβασει τη δικη μας ιστορια)

[τα γυφτακια που εμεναν στο διπλανο στενο εξαφανιστηκαν μια μερα ξαφνικα. τον τελευταιο χρονο που ειχαν ερθει στη γειτονια επαιζαν στο δρομο ολη μερα, ζητουσαν χρηματα απο τους περαστικους και μας χτυπουσαν συνεχεια το κουδουνι για να τους δωσουμε κανα γλυκο (καμια φορα και η μανα τους για γαλα ή ζαχαρη). τα ειδε η φιλεναντεν τις προαλλες που ειχαν παει για το συσσιτιο της εκκλησιας: τα εδιωξε ο παππους απο το σπιτι που νοικιαζαν, εφυγαν βραδυ και τωρα ολη η οικογενεια μενει στο αυτοκινητο -ενα σαραβαλιασμενο μιτσουμπισι του '80 που χανει λαδια και θελει σπρωξιμο να παρει μπρος.]

τον τελευταιο καιρο νιωθω να ζω στις αφηγησεις του πατερα μου που τις νομιζα ντεμοντε. (γιατι μαλλον πιστευα στη γραμμικη εξελιξη των πραγματων. δεν υπαρχει εξελιξη, υπαρχουν συνθηκες)



παμε να φυγουμε τωρα, γιατι ηρθαν κατι δελταδες και κοβουν βολτες πανω στην πλατεια με τα μηχανακια ψαχνοντας για θυματα. δεν θελεις να μπλεξεις μαζι τους.

(μεσα μου τραγουδαω αυτο. το μονο τραγουδι που της εποχης που ξερω τους στιχους απ'εξω. σορυ για το ρετρο)